- χοροψάλτρια
- χορο-ψάλτρια, ἡ,A female harpist who accompanied a chorus, SIG689.3 (Delph., ii B. C.), BCH53.34 (ib., i B. C.), Michel910.24 (Iasus, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροψάλτρια — ἡ, Α αυτή που συνοδεύει με την άρπα τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ψάλτρια «γυναίκα που παίζει άρπα»] … Dictionary of Greek